ἐντρύφημα — thing to take pleasure in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντρύφημα — το, ατος αυτό που δίνει τρυφή (δηλ. τέρψη, απόλαυση), χάρμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντρύφημ' — ἐντρύφημα , ἐντρύφημα thing to take pleasure in neut nom/voc/acc sg ἐντρύφημι , ἐντρυφάω revel in pres ind act 1st sg ἐντρύφημι , ἐντρυφάω revel in pres ind act 1st sg ἐντρύφημαι , ἐντρυφάω revel in pres ind mp 1st sg ἐντρύφημαι , ἐντρυφάω revel… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρυφήμασιν — ἐντρύφημα thing to take pleasure in neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρυφήματα — ἐντρύφημα thing to take pleasure in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρυφήματι — ἐντρύφημα thing to take pleasure in neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρυφήματος — ἐντρύφημα thing to take pleasure in neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
χόμπι — και δ. γρφ. χόμπυ, το, Ν άκλ. ευχάριστη ερασιτεχνική ενασχόληση με κάτι, εντρύφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hobby, πιθ. < Hobbin, παρωνύμιο τού ον. Robert ή Robin] … Dictionary of Greek
ԳՐԳԱՆՔ — (նաց.) NBH 1 0585 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c գ. τρυφή, ἑντρύφημα deliciae, oblctamentum Գրգելն եւ գրգիլն. փափկութիւն. *Եւ ունէր նիկանովր զյուդա գրգանօք փափկութեամբ, եւ մտադիր սիրով. ՟Բ. Մակ. ՟Ժ՟Դ. 24: *Որդի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)